- θερμόφωνο
- Πηγή ηχητικών κυμάτων που αποτελείται από ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα με πολύ μικρή θερμοχωρητικότητα, τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο ακροδέκτες. Μέσα στο έλασμα αυτό διοχετεύεται εναλλασσόμενο ρεύμα που προκαλεί περιοδικές μεταβολές στη θερμοκρασία του και πυκνώσεις και αραιώσεις στον αέρα που το περιβάλλει. Οι αντίστοιχες μεταβολές της πίεσης μεταδίδονται με τη μορφή ηχητικών κυμάτων, τα οποία έχουν μικρή ένταση, αλλά μπορούν να ενισχυθούν.
Dictionary of Greek. 2013.